σπαρτούς

σπαρτούς
σπαρτός
sown
masc acc pl
σπαρτός
sown
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Σπαρτούς — Σπαρτός sown masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάρτους — σπάρτος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PEDICA — vinculum, quô pedes vinciuntur. Nonio, Graece Ποδοκάκκη, de qua voce Harpocration, Ποδοκάκκη, inquit, τὸ ζύλον, το εν δεσμωτηρίῳ οὕτως ἐκαλεῖτο, ἤτοι παρεμβεβλημένου τοῦ ἑτέρου κάππα ποδῶν τις κάκωσις οὖσα, ἤκατὰ συγκοπὴν, ὥς φησι Δίδυμος, οἷον… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • οδοντοφυής — ὀδοντοφυής, ές (Α) (για τους Σπαρτούς, δηλαδή τους Καδμείους) αυτός που γεννήθηκε από δόντι δράκοντα («δράκοντος γένναν ὀδοντοφυῆ» Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. κερατο φυής] …   Dictionary of Greek

  • Θήβα — Πόλη (υψόμ. 180 μ., 21.211 κάτ.) του νομού Βοιωτίας, έδρα του δήμου Θηβαίων και, παλαιότερα (έως το 1997), της ομώνυμης επαρχίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, σε ίση απόσταση από τον Ευβοϊκό και τον Κορινθιακό κόλπο, στο κέντρο μιας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”